-
1 εκτετηκός
-
2 ἐκτετηκός
-
3 ἐκτήκω
A :— melt out,Κύκλωπος ὄμματ' ἐ. πυρί Id.Cyc. 459
; τὰ γράμματ' ἐ. melt out the letters written on wax, Ar. Nu. 772.2 metaph., let melt, pine or waste away,ὄμμα δακρύοις E.Or. 134
, cf. 529;δάκρυσι χρόα Id.Hel. 1419
; ;λῆστις δ' ἐ. μνημοσύνην πραπίδων Critias 6.12
D.;τὴν ὑπάρχουσαν ἐ. κρᾶσιν Plu.Lyc.5
;ἐ. τινὰ εἰς δάκρυα Id.Brut.23
;λύπῃ καὶ λιμῷ ἑαυτόν Ael.NA10.41
.II [voice] Pass., with [tense] pf. ἐκτέτηκα: [tense] aor. ἐξετάκην [ᾰ]:— melt and ooze out, Hp.Coac. 629; τὸ ἐκτετηκός flabby condition, Id.Aph.2.35.2 metaph., pine, waste away,ἐκτέτηκα καρδίαν E. Hec. 433
;ἐξετηκόμην γόοις Id.Or. 860
, etc.; , cf. Luc.Gall.29,31; μάλα μοι τόδ' ἐμμένοι καὶ μήποτ' ἐκτακείη may it never melt from my remembrance, A.Pr. 535 (lyr.), cf. Critias l.c.
См. также в других словарях:
ἐκτετηκός — ἐκτήκω melt out perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτήκω — ἐκτήκω (AM) 1. λειώνω εντελώς, διαλύω, καταστρέφω 2. μτφ. εξαντλώ, φθείρω 3. παθ. φθείρομαι, καταστρέφομαι σιγά σιγά αρχ. παθ. 1. λειώνω και χύνομαι σιγά σιγά («λεπτὸν συχνῶς αἷμα ἐκτηκόμενον», Ιππ.) 2. (το ουδ. τής μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ… … Dictionary of Greek